- πολεμῇ
- πολεμῇπολεμέωto be at war: pres subj mp 2nd sgπολεμέωto be at war: pres ind mp 2nd sgπολεμέωto be at war: pres subj act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πολεμῇ — πολεμέω to be at war pres subj mp 2nd sg πολεμέω to be at war pres ind mp 2nd sg πολεμέω to be at war pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DALMATIA — Illyrici pars, Liburn. contermina versus Occas. cuius incolae Dalmatae vocantur, Augusti olim auspiciis Romano imperio subiecti. Dionys. v. 26. Δεξιτερην` κατα χεῖρα φαείνεται Ι᾿λλυρὶς αἶα, Δαλματίη δ᾿ ἐφύπερθεν, ενυαλίων πέδον ἀνδρῶν. Populi… … Hofmann J. Lexicon universale
θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
οψείω — ὀψείω (Α) (ως εφετικό τού ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ τού ὄπωπα* + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω, ναυμαχη σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή] … Dictionary of Greek
παρακινησείω — Μ επιθυμώ να παρακινήσω, να εξεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακινῶ + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. νανμαχη σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
πελασείω — Α επιθυμώ να πλησιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă τού πελάζω / πελάσ(σ)αι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
πλεξείω — Α εφετ. τ. τού πλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ τού πλέκω + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
πλοητόκος — ον, Α (επίθ. τού Ζεφύρου) αυτός που γεννά πλόες, που γεννά τη ναυτιλία, που δημιουργεί καιρό κατάλληλο για ταξίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολεμη τόκος] … Dictionary of Greek
ποιησείω — Α (εφετ. τ. τού ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
στρατευσείω — Α (εφετικός τ.) επιθυμώ την εκστρατεία, τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατεύω + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. ναυμαχη σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek